- ανθρωπολογικός
- anthropologique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ανθρωπολογικός — ή, ό ο σχετικός με την ανθρωπολογία … Dictionary of Greek
ανθρωπολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανθρωπολογία: Οι ανθρωπολογικές έρευνες αναπτύχθηκαν κυρίως από τα μέσα του 19ο αιώνα κι ύστερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστραλοειδείς — Ανθρωπολογικός κλάδος, στον οποίο ανήκουν οι πιο πρωτόγονες φυλές της Αυστραλίας και της Ωκεανίας· οι Α. διαφέρουν από τις νεγροειδείς φυλές στο ότι τα μαλλιά τους είναι συνήθως κυματιστά, ποτέ εντελώς σγουρά, το κρανίο τους υπερβολικά επίμηκες… … Dictionary of Greek
μεσοκέφαλος — ο ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που το κρανίο του παρουσιάζει μεσοκεφαλία, δηλαδή τού οποίου ο κεφαλικός δείκτης βρίσκεται μεταξύ 76 και 81 … Dictionary of Greek
μεσοκογχικός — ο ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που παρουσιάζει μεσοκογχία … Dictionary of Greek
ορθόγναθος — η, ο 1. ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που εμφανίζει ορθογναθία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόγναθα ζωολ. υπόταξη αραχνιδίων τής τάξης τών αραχνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthognathous < ορθ(ο) * + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λομπρόζο, Τσέζαρε — (Cesare Lombroso, Βερόνα 1835 – Τορίνο 1909). Ιταλός εγκληματολόγος. Εμπνεόμενος από τις θετικιστικές θεωρίες, ο Λ. κατέληξε στην υπόθεση ότι ο εγκληματίας είναι ένας αταβιστικά φρενοβλαβής και ακριβέστερα ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος.… … Dictionary of Greek